Ἀριστοφῶντα

Ἀριστοφῶντα
Ἀριστοφών
masc acc sg
Ἀριστοφῶν
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αριστοφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος και μαθητής του Αγλαοφώντα, αδελφός του Πολύγνωτου. Ένας πίνακάς του παρίστανε τον βασιλιά της Σάμου Αγκαίο τραυματισμένο από κάπρο, ένας άλλος το επεισόδιο της δόλιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”